- καταψηφιεῖσθαι
- καταψηφίζομαιvote againstfut inf mp (attic epic)καταψηφίζομαιvote againstfut inf mid (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψηφιεῖσθ' — καταψηφιεῖσθε , καταψηφίζομαι vote against fut ind mp 2nd pl (attic epic) καταψηφιεῖσθε , καταψηφίζομαι vote against fut ind mid 2nd pl (attic epic) καταψηφιεῖσθαι , καταψηφίζομαι vote against fut inf mp (attic epic) καταψηφιεῖσθαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψηφίζω — (AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω) δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο») μσν. παθ. καταψηφίζομαι υπολογίζομαι, καταμετρούμαι μσν. αρχ. καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ… … Dictionary of Greek